ῥοφῆσαι

ῥοφῆσαι
ῥοφάω
sup greedily up
aor inf act (attic ionic)
ῥοφέω
sup greedily up
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… …   Dictionary of Greek

  • μυχθίζω — (Α) 1. ξεφυσώ από τη μύτη με κλεισμένα χείλη, ιδίως από αγωνία ή πάθος 2. χλευάζω, περιγελώ, μυκτηρίζω («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μυχθ ίζω και το επίθ. μυχθ ώδης οδηγούν στην υπόθεση ενός αρχικού τ …   Dictionary of Greek

  • gʷer-1, gʷerǝ- —     gʷer 1, gʷerǝ     English meaning: to devour; throat     Deutsche Übersetzung: “verschlingen, Schlund”     Material: 1. O.Ind. giráti, giláti, gr̥ṇüti “devours” (Fut. gariṣyati, participle gīrṇ a “verschlungen”; gír (in compounds)… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”